
Καθημερινά μας κατακλύζουν συναισθήματα τα οποία είναι αρνητικά ή θετικά. Είναι πολύ σημαντικό να μπορεί κανείς να εκφράσει το πως νιώθει, χωρίς να σημαίνει ότι αυτό είναι πάντοτε εύκολο. Οι διαφορετικές καταστάσεις τις οποίες βιώνουμε μας προκαλούν και τα αντίστοιχα συναισθήματα όπως για παράδειγμα χαρά η λύπη . Η ίδια συνθήκη μπορεί να προκαλέσει διαφορετικό συναίσθημα στον κάθε ένα από εμάς και είναι πιθανό να μην την αντιληφθούμε όλοι το ίδιο.
Για να μπορέσει κανείς να κατανοήσει το πως νιώθει θα πρέπει να μπορεί να διακρίνει τα συναισθήματα και από πού προέρχονται αυτά . Οι άνθρωποι ανάλογα με τις δικές τους επιθυμίες, καταστάσεις και γνωστικές ικανότητες, αντιλαμβάνονται και ερμηνεύουν τα συναισθήματά. Αντιδρούν και αποκρίνονται σε αυτά. Σύμφωνα με τον ψυχολόγο P.Ekman τα βασικά συναισθήματα είναι έξι και είναι τα εξής: χαρά, λύπη, θυμός, φόβος, έκπληξη και αηδία.

Είναι απαραίτητο από μικρή ηλικία να γίνεται αναφορά στα συναισθήματά και να δίνεται μεγάλη βαρύτητα στο πως νιώθει το παιδί . Ο καθένας από εμάς εκφράζεται με διαφορετικό τρόπο και ακριβώς αυτή η διαφορετικότητα είναι που έχει σημασία καθώς ανάλογα με το ποιο συναίσθημα νιώθει κάποιος θα καθοριστεί η συμπεριφορά, οι σκέψεις και η διάθεση του.
Πέρα από την αναγνώριση και την έκφραση συναισθημάτων είναι πολύ σημαντικό να καλλιεργείται και ο έλεγχος αυτών. Για να συμβεί κάτι τέτοιο χρειάζεται μεγάλη προσπάθεια και ενσυναίσθηση . Η ενσυναίσθηση είναι απαραίτητη και επιτυγχάνεται με την συναισθηματική εμπλοκή και το σεβασμό των συναισθημάτων του άλλου. Το να ακούς και να ευαισθητοποιείσαι από την συναισθηματική κατάσταση κάποιου ανθρώπου, δε σημαίνει ότι υιοθετείς τα αρνητικά του συναισθήματα. Είναι σημαντικό ο θεραπευτής ή ο φροντιστής να καταφέρει μέσω της συναισθηματικής αγωγής να δημιουργήσει μια σχέση με τον εξυπηρετούμενο/παιδί/ωφελούμενο η οποία να βασίζεται στην ενσυναίσθηση, στο σεβασμό και στην άνευ όρων θετική εκτίμηση χωρίς κριτική των συναισθημάτων, της συμπεριφοράς του καθώς και του ίδιου του ατόμου με στόχο πάντοτε την συναισθηματική αποφόρτιση του. Κάτι τέτοιο θα βοηθήσει το παιδί να μάθει τον εαυτό του καθώς θα είναι σε θέση να αναγνωρίζει τι του προκαλεί ανησυχία ή ευχαρίστηση και εν τέλη να είναι σε θέση να ελέγχει τις αντιδράσεις και τα ξεσπάσματα του. Θα ήταν ωφέλιμο να κάνουμε το παιδί να μπει στην θέση του άλλου μέσω εκφράσεων για το πως θα ένιωθε ο ίδιος εάν κάποιος μπροστά του φώναζε, έβριζε ή πετούσε αντικείμενα, και έπειτα να γίνει μία συζήτηση για το εάν είναι αποδεκτές ή όχι τέτοιες συμπεριφορές.
Πιο συγκεκριμένα, στις περιπτώσεις ατόμων με αναπηρία θα πρέπει να έχουμε υπόψιν ότι ορισμένες φορές οι άνθρωποι δυσκολεύονται να εκφράσουν το πως νιώθουν και να σκεφτούν τι προκάλεσε το συγκεκριμένο συναίσθημα ώστε να το διαχειριστούν και να αντιδράσουν σε αυτό. Έτσι, ο γονιός/θεραπευτής καλείται να καλλιεργήσει στο παιδί συναισθηματική επίγνωση, μέσω μίας σχέσης εμπιστοσύνης και συναισθηματικού δεσμού όπου θα βασίζεται στην πλήρη αποδοχή του ώστε να νιώσει άνετα το άτομο να εκφραστεί και να εκδηλώσει είτε λεκτικά είτε όχι, το πως νιώθει. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί μέσω διάφορων δραστηριοτήτων ατομικών ή ομαδικών, καθώς και μέσα από εκπαιδευτικό υλικό που θα δοθεί. Η συνεργασία παιδιού-εκπαιδευτή θα πρέπει να εστιάζει στο ίδιο το άτομο σε συνάρτηση με την αναπηρία, καθώς έτσι θα εξεταστεί πιο προσεκτικά ο τομέας της συμπεριφοράς και οι αντιδράσεις των παιδιών. Τα παιδιά διακρίνουν, ονοματίζουν τα συναισθήματά τους και γίνεται εκτενής αναφορά στο τι τα προκάλεσε καθώς και πιθανούς τρόπους αντιμετώπισης δύσκολων καταστάσεων και διαχείρισης αυτών. Αν τα παιδιά αποκτήσουν έστω και σε μικρό βαθμό την γνώση και την ικανότητα να διακρίνουν τα συναισθήματα τους, θα καταφέρουν να έχουν αυτοπεποίθηση στην αυτοδιαχείρισή αυτών, και σίγουρα θα μπορούν να αλληλοεπιδρούν καλύτερα καθώς θα είναι σε θέση να κατανοήσουν το πως νιώθει και ο συνομιλητής τους. Με διάφορα παιχνίδια ρόλων, θα είναι ακόμα ευκολότερο το να κατανοήσει και εν τέλη να δεχθεί τις διαφορετικές αντιδράσεις των άλλων όπως για παράδειγμα να παριστάνει το ένα παιδί ότι είναι λυπημένο και ο συνομιλητής να υποδυθεί τον ρόλο του συμπονετικού φίλου. Κάτι τέτοιο θα έχει ως αποτέλεσμα να επιτευχθεί μία σχέση εμπιστοσύνης και μία πιο εύκολη επικοινωνία καθώς ο ένας κατανοεί τον άλλον. Σε περίπτωση που αυτό δεν είναι εφικτό, καλό θα ήταν να δίνουμε χώρο και χρόνο ώστε να ξεσπάσει, να ηρεμήσει και να κατανοήσει το τι ένιωσε και τις αντιδράσεις του. Το άτομο παρακινείται να εκφραστεί μέσω προτροπών και φράσεων όπως για παράδειγμα «Μίλα μου για το πως ένιωσες», «είμαι εδώ για να σε ακούσω», «καταλαβαίνω πως αισθάνεσαι».
Συνοψίζοντας, σε καμία περίπτωση δεν θα πρέπει να αγνοούνται τα συναισθήματα και να μένουμε αποστασιοποιημένοι απέναντι σε αυτά . Την επόμενη φορά που θα αντιληφθούμε ότι κάποιος είναι αναστατωμένος, φοβισμένος ή έκπληκτος, καλό θα ήταν να τον ενθαρρύνουμε να το εκφράσει ώστε να έρθει αντιμέτωπος με το συναίσθημα του και εν τέλη να το αποδεχθεί. Οι εκπαιδευτικοί, οι γονείς και οι θεραπευτές πρέπει να παροτρύνουν τα παιδιά να εξωτερικεύουν τα συναισθήματα τους και να τα ενισχύουν στο να τα εκφράζουν με υγιή τρόπο. Άλλωστε, αυτός είναι και ο τρόπος για να έρθουν πιο κοντά και με τους άλλους, αλλά και με τον ίδιο τους τον εαυτό.
Βιβλιογραφία:
David Thomas& Honor Woods , (2008) Νοητική καθυστέρηση: θεωρία και πράξη. (Α. Ζώνιου-Σιδέρη, Ε. Ντεροπούλου-Ντέρου) Γ’ έκδοση .Αθήνα: Τόπος
Michael A. Hogg&Graham M. Vaughan, (2010) Κοινωνική ψυχολογία (Α. Χαντζή), Αθήνα: Gutenberg
Καλλινικάκη, Θ. (2011). Εισαγωγή στην θεωρία & την πρακτική της κοινωνικής εργασίας (Μ. Αποστολοπούλου) Αθήνα: Τόπος
www.researchgate.net