
Η νοητική υστέρηση σχετίζεται με την σημαντικά κάτω του μέσου όρου γενική νοητική λειτουργία του ατόμου συγκριτικά με τον μέσο όρο των συνομηλίκων του και εκδηλώνεται κατά τη διάρκεια ανάπτυξης του. Η διάγνωση της νοητικής υστέρησης βασίζεται στην μέτρηση του δείκτη νοημοσύνης, στην κλινική αξιολόγηση και στην αξιολόγηση της ικανότητας προσαρμογής του ατόμου στο περιβάλλον του αναπτύσσοντας επικοινωνιακές και κοινωνικές δεξιότητες και εκτελώντας δραστηριότητες της καθημερινής ζωής που προάγουν την αυτόνομη διαβίωση του.
Πολύ συχνά αυτό που παρατηρείται για τα άτομα με νοητική υστέρηση είναι ότι η ίδια η διάγνωση της νοητικής υστέρησης αποτελεί μια ομπρέλα κάτω από την οποία επισκιάζονται δυσκολίες και δυσλειτουργικές συμπεριφορές, οι οποίες προκύπτουν από την εμφάνιση άλλων ψυχολογικών διαταραχών. Έρευνες έχουν εντοπίσει ότι τα άτομα με νοητική υστέρηση μπορεί να υποφέρουν από κάποια ψυχολογική διαταραχή τέσσερις φορές συχνότερα από ότι τα άτομα που ανήκουν στον γενικό πληθυσμό και να δέχονται ψυχοθεραπευτικές παρεμβάσεις σε ποσοστό μόνο 10 %. Συνήθεις ψυχολογικές διαταραχές που μπορεί να εκδηλώνονται στην πορεία της ζωής ενός ατόμου με νοητική υστέρηση αποτελούν η κατάθλιψη, οι διαταραχές άγχους, οι φοβίες, η ψύχωση, καθώς και ψυχολογικές δυσκολίες που σχετίζονται με τη διαχείριση του θυμού, του πένθους, του ψυχολογικού τραύματος και των σεξουαλικών παρορμήσεων.
Η υποτίμηση των ψυχολογικών δυσκολιών που εκδηλώνουν τα άτομα με νοητική υστέρηση ενδεχομένως, να οφείλεται σε μια σειρά παραγόντων. Η επικέντρωση σε δοκιμασίες αξιολόγησης της νοητικής λειτουργίας και η απουσία πραγματοποίησης επαναληπτικών αξιολογήσεων που αφορούν τη γενικότερη ψυχολογική κατάσταση του ατόμου μπορεί να ερμηνεύουν τη μη διερεύνηση των επιμέρους ψυχολογικών δυσκολιών των ατόμων με νοητική υστέρηση. Παράλληλα, οι περισσότερες παραπομπές που γίνονται σε κέντρα ψυχολογικής υποστήριξης ατόμων με νοητική υστέρηση αφορούν κυρίως εμφανή συμπεριφορικά προβλήματα, όπως η εκδήλωση επιθετικών συμπεριφορών, ο αυτοτραυματισμός και οι συναισθηματικές εκρήξεις. Παρότι τα συγκεκριμένα προβλήματα είναι πιο ορατά τόσο για τους ειδικούς όσο και για τους φροντιστές των ατόμων με αναπηρία, φαίνεται να εκδηλώνονται σε ποσοστό 7% έως 15 % σε άτομα με αναπηρία. Επιπλέον, η διατήρηση της αντίληψης ότι τα άτομα με νοητική υστέρηση δεν μπορούν να επωφεληθούν από ψυχοθεραπευτικές παρεμβάσεις λόγω της μειωμένης νοητικής λειτουργίας θέτει σημαντικά εμπόδια στην αναζήτησή βοήθειας για τα άτομα με νοητική υστέρηση.
Παράλληλα, μια σημαντική πρόκληση η οποία προκύπτει στη θεραπεία των ατόμων με νοητική αναπηρία, είναι ότι οι σύγχρονες ψυχοθεραπευτικές παρεμβάσεις έχουν σχεδιαστεί για την αντιμετώπιση των δυσκολίων σε άτομα που ανήκουν στο γενικό πληθυσμό. Οι περισσότερες θεραπευτικές προσεγγίσεις προϋποθέτουν την παρουσία γνωστικών διεργασιών όπως, η αυτοπαρατήρηση, η αναγνώριση και ο αναστοχασμός των σκέψεων, των συναισθημάτων και των συμπεριφορών του ατόμου, όπως και η σύνδεση τους με γεγονότα της ζωής του. Παρότι οι προαναφερθείσες γνωστικές διεργασίες δεν έχουν κατακτηθεί από την πλειοψηφία των ατόμων με νοητική υστέρηση, έρευνες έχουν δείξει ότι τα άτομα με οριακή και ελαφριά νοητική υστέρηση μπορούν μέσα από την κατάλληλη ψυχοεκπαίδευση να αναγνωρίσουν τα συναισθήματα τους, να συνδέσουν τα συναισθήματα τους με συγκεκριμένα γεγονότα και να διακρίνουν τα συναισθήματα από τις συμπεριφορές τους. Έρευνες, έχουν αποκαλύψει μάλιστα, ότι η εφαρμογή της γνωστικής συμπεριφορικής θεραπείας σε άτομα με ελαφριά νοητική υστέρηση ήταν αποτελεσματική για τη διαχείριση του θυμού και της κατάθλιψης.
Η λέξη κλειδί στην αντιμετώπιση των προκλήσεων που συναντούν οι θεραπευτές στη διαχείριση των ψυχολογικών δυσκολιών των ατόμων με νοητική αναπηρία φαίνεται να είναι η προσαρμογή. Κάθε θεραπεία οφείλει να προσαρμόζεται στις ανάγκες και τις ιδιαιτερότητες του θεραπευομένου, ώστε να οδηγήσει σε επιθυμητά αποτελέσματα. Αντίστοιχα, στην περίπτωση των ατόμων με νοητική υστέρηση η θεραπεία πρέπει να προσαρμοστεί στο αναπτυξιακό επίπεδο, στις ανάγκες, στα ενδιαφέροντα, στο λεξιλόγιο και τις δραστηριότητες τις οποίες κατανοεί και έχει κατακτήσει το άτομο. Συγκεκριμένα, η θέσπιση επιμέρους υποστόχων, η διεξαγωγή συνεδριών με συντομότερη χρονική διάρκεια, η διάσπαση των παρεμβάσεων σε επιμέρους στάδια, η χρήση εικονογραφημένου υλικού, παιχνιδιών και υποστηρικτικής τεχνολογίας ως θεραπευτικά εργαλεία, η καθοδήγηση και η επιλογή κατευθυντικών τεχνικών συνιστούν σημαντικά στοιχεία που πρέπει να λάβει υπόψη του ο θεραπευτής στο σχεδιασμό κατάλληλων θεραπευτικών παρεμβάσεων. Η ανάπτυξη μιας καλής θεραπευτικής σχέσης με τον θεραπευόμενο αποτελεί το θεμέλιο λίθο της θεραπείας, καθώς ο θεραπευτής αποτελεί πρότυπο κοινωνικής μάθησης για τον θεραπευόμενο του. Παράλληλα, ένας θεραπευτής που συνεργάζεται με άτομα με νοητική υστέρηση οφείλει να διερευνά το βίωμα της διαφορετικότητας αυτών των ατόμων, όπως και εμπειρίες απόρριψης ή στιγματισμού στοχεύοντας στη βελτίωση της αυτοπεποίθησης τους, στην ενσωμάτωση θετικών αντιλήψεων για τη διαφορετικότητα και στην ανάπτυξης μιας θετικής εικόνας εαυτού. Επιπροσθέτως, η συνεργασία με τους γονείς, η καθοδήγηση τους και η ενθάρρυνση των αλλαγών στη συμπεριφορά του ατόμου αποτελούν αναπόσπαστα κομμάτια για την επίτευξη της επιθυμητής αλλαγής στο άτομο.
Εν κατακλείδι, είναι σημαντικό να αναγνωριστεί η συνθετότητα των δυσκολιών που μπορεί να αντιμετωπίζει ένα άτομο με νοητική αναπηρία στην πορεία της ζωής του. Παρότι, η ψυχοθεραπεία σε άτομα με νοητική αναπηρία αποτελεί έναν αναδυόμενο κλάδο με αρκετές προκλήσεις, είναι σημαντικό μέσα από την ευελιξία και την προσαρμοστικότητα στις ιδιαίτερες ανάγκες των ατόμων με νοητική υστέρηση, να δημιουργηθούν εναλλακτικά μονοπάτια θεραπείας που ικανοποιούν τις ανάγκες τους και τους βοηθούν να διαχειριστούν τις ψυχολογικές δυσκολίες τους.
Βιβλιογραφία
Barrera, C. (2017). Cognitive behavior therapy with adults with intellectual disabilities: a systematic review.
Hronis, A., Roberts, L., & Kneebone, I. I. (2017). A review of cognitive impairments in children with intellectual disabilities: Implications for cognitive behaviour therapy. British Journal of Clinical Psychology, 56(2), 189-207.
Stott, J., Charlesworth, G., & Scior, K. (2017). Measures of readiness for cognitive behavioural therapy in people with intellectual disability: a systematic review. Research in developmental disabilities, 60, 37-51.
Tapp, K., Vereenooghe, L., Hewitt, O., Scripps, E., Gray, K. M., & Langdon, P. E. (2023). Psychological therapies for people with intellectual disabilities: An updated systematic review and meta-analysis. Comprehensive Psychiatry, 152372.
Unwin, G., Tsimopoulou, I., Kroese, B. S., & Azmi, S. (2016). Effectiveness of cognitive behavioural therapy (CBT) programmes for anxiety or depression in adults with intellectual disabilities: A review of the literature. Research in Developmental Disabilities, 51, 60-75.
Whitehouse, R. M., Tudway, J. A., Look, R., & Kroese, B. S. (2006). Adapting individual psychotherapy for adults with intellectual disabilities: A comparative review of the cognitive–behavioural and psychodynamic literature. Journal of Applied Research in Intellectual Disabilities, 19(1), 55-65.